havoc$33988$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

havoc$33988$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Havoc (movie); Havoc (disambiguation); Havok (disambiguation); Havock; Havok; Havoc (film)

havoc      
n. πανωλεθρία, ερήμωση

Ορισμός

havoc
¦ noun
1. widespread destruction.
2. great confusion or disorder.
¦ verb (havocs, havocking, havocked) archaic lay waste to.
Phrases
play havoc with completely disrupt.
Origin
ME: from Anglo-Norman Fr. havok, alt. of OFr. havot, of unknown origin; the word was orig. used in the phr. cry havoc 'give an army the order havoc', which was the signal for plundering.

Βικιπαίδεια

Havoc

havoc, Havoc, Havocs, Havok, or Havock may also refer to: